Ουσιαστικό

επεξεργασία

nexus (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
nexus (μετοχή) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος nectō
nexus (ουσιαστικό) < nectō

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnek.sus/

nexus (la), -a, -um

  1. πλεγμένος
  2. δεμένος
  3. δεσμευμένος
  4. συνημμένος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική nexus nexa nexum nexī nexae nexa
γενική nexī nexae nexī nexōrum nexārum nexōrum
δοτική nexō nexae nexō nexīs nexīs nexīs
αιτιατική nexum nexam nexum nexōs nexās nexa
κλητική nexe nexa nexum nexī nexae nexa
αφαιρετική nexō nexā nexō nexīs nexīs nexīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nexus (la), -us

  1. πλοκή
  2. εμπλοκή
  3. συμπλοκή
  4. περιπλοκή
  5. δεσμός, συνάφεια, σύναψη, σύνδεση
  6. δέσμευση
  7. νομική υποχρέωση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική nexus nexūs
γενική nexūs nexuum
δοτική nexuī nexibus
αιτιατική nexum nexūs
κλητική nexus nexūs
αφαιρετική nexū nexibus
(δ' κλίση)