↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλεγμένος η πλεγμένη το πλεγμένο
      γενική του πλεγμένου της πλεγμένης του πλεγμένου
    αιτιατική τον πλεγμένο την πλεγμένη το πλεγμένο
     κλητική πλεγμένε πλεγμένη πλεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλεγμένοι οι πλεγμένες τα πλεγμένα
      γενική των πλεγμένων των πλεγμένων των πλεγμένων
    αιτιατική τους πλεγμένους τις πλεγμένες τα πλεγμένα
     κλητική πλεγμένοι πλεγμένες πλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλέκω

πλεγμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία