Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλεγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλεγμέν
ος
η
πλεγμέν
η
το
πλεγμέν
ο
γενική
του
πλεγμέν
ου
της
πλεγμέν
ης
του
πλεγμέν
ου
αιτιατική
τον
πλεγμέν
ο
την
πλεγμέν
η
το
πλεγμέν
ο
κλητική
πλεγμέν
ε
πλεγμέν
η
πλεγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλεγμέν
οι
οι
πλεγμέν
ες
τα
πλεγμέν
α
γενική
των
πλεγμέν
ων
των
πλεγμέν
ων
των
πλεγμέν
ων
αιτιατική
τους
πλεγμέν
ους
τις
πλεγμέν
ες
τα
πλεγμέν
α
κλητική
πλεγμέν
οι
πλεγμέν
ες
πλεγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλεγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πλέκω
Μετοχή
επεξεργασία
πλεγμένος, -η, -ο
που έχει
πλεχτεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
άπλεκτος
/
άπλεχτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλεγμένος
αγγλικά
:
knitted
(en)
,
woven
(en)
,
braided
(en)