Δείτε επίσης: ἐμπλοκή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπλοκή οι εμπλοκές
      γενική της εμπλοκής των εμπλοκών
    αιτιατική την εμπλοκή τις εμπλοκές
     κλητική εμπλοκή εμπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπλοκή < (ελληνιστική κοινήἐμπλοκή < αρχαία ελληνική ἐμπλέκω < ἐν + πλέκω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπλοκή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία