εμπλοκή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμπλοκή | οι | εμπλοκές |
γενική | της | εμπλοκής | των | εμπλοκών |
αιτιατική | την | εμπλοκή | τις | εμπλοκές |
κλητική | εμπλοκή | εμπλοκές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εμπλοκή < ελληνιστική κοινή ἐμπλοκή < αρχαία ελληνική ἐμπλέκω < ἐν + πλέκω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εμπλοκή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπλέκω
- η συναρμογή γραναζιών και άλλων στοιχείων ενός μηχανισμού κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του
- το σταμάτημα της λειτουργίας ενός όπλου ή κάποιου μηχανισμού λόγω δυσλειτουργιών στα κινητά τους εξαρτήματα
- (μεταφορικά) η ανάμειξη σε μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση
- (μεταφορικά) δυσλειτουργία ή ατυχία που περιπλέκει ή παρεμποδίζει μια εξέλιξη ή υπόθεση
- (αργκό) (στρατιωτικός όρος) οι επαναλαμβανόμενες υπηρεσίες και υποχρεώσεις που ανατίθενται σε στρατιώτες ή στρατιωτικούς, χωρίς άδεια εξόδου
Επεξεργασία
- αλληλοεμπλοκή / αλληλεμπλοκή
- απεμπλοκή
- → δείτε τις λέξεις εμπλέκω και πλέκω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εμπλοκή