involvement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinvolvement (en)
- (μη μετρήσιμο) η ανάμειξη, η συμμετοχή σε κάποια δραστηριότητα ή η αντιμετώπιση με κάποιον
- ⮡ With his involvement in politics, he abandoned his scientific research.
- Με την ανάμειξή του στην πολιτική εγκατέλειψε την επιστημονική έρευνα.
- ⮡ He is accused of involvement in a bribery scandal.
- Κατηγορείται για ανάμειξη σε σκάνδαλο δωροδοκίας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη participation
- ⮡ With his involvement in politics, he abandoned his scientific research.
- η ερωτική σχέση