Ετυμολογία

επεξεργασία
involvement < involve + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

involvement (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανάμειξη, η συμμετοχή σε κάποια δραστηριότητα ή η αντιμετώπιση με κάποιον
    ⮡  With his involvement in politics, he abandoned his scientific research.
    Με την ανάμειξή του στην πολιτική εγκατέλειψε την επιστημονική έρευνα.
    ⮡  He is accused of involvement in a bribery scandal.
    Κατηγορείται για ανάμειξη σε σκάνδαλο δωροδοκίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη participation
  2. η ερωτική σχέση