ενικός         πληθυντικός  
participation participations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

participation (en)



      ενικός         πληθυντικός  
participation participations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

participation (fr) θηλυκό

  1. η συμμετοχή
  2. η προσέλευση

Συγγενικά

επεξεργασία