participatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participatif | participatifs |
θηλυκό | participative | participatives |
Επίθετο
επεξεργασίαparticipatif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participatif | participatifs |
θηλυκό | participative | participatives |
participatif (fr)