ενικός         πληθυντικός  
participant participants

Ουσιαστικό

επεξεργασία

participant (en)

  • ο συμμετέχων
    παράδειγμα  Conference participants are asked to pay the participation fee, which is ten euros.
    Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο παρακαλούνται να πληρώσουν τη συνδρομή, που είναι δέκα ευρώ.