participant
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
participant (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participant | participants |
θηλυκό | participante | participantes |
participant (fr)
- ο συμμετέχων, o συμμέτοχος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participant | participants |
θηλυκό | participante | participantes |
participant (fr)