participant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
participant | participants |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαparticipant (en)
- ο συμμετέχων
- ⮡ Conference participants are asked to pay the participation fee, which is ten euros.
- Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο παρακαλούνται να πληρώσουν τη συνδρομή, που είναι δέκα ευρώ.
- ⮡ Conference participants are asked to pay the participation fee, which is ten euros.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participant | participants |
θηλυκό | participante | participantes |
participant (fr)
- ο συμμετέχων, o συμμέτοχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | participant | participants |
θηλυκό | participante | participantes |
participant (fr)