• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

participant

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Επίθετο
    • 2.2 Ουσιαστικό
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

participant (en)

  • ο συμμετέχων

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό participant participants
θηλυκό participante participantes

participant (fr)

  • ο συμμετέχων, o συμμέτοχος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό participant participants
θηλυκό participante participantes

participant (fr)

  • ο συμμετέχων

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • participant
  • participatif
  • participation
  • participe
  • participer
  • participial
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=participant&oldid=5376142"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Δεκεμβρίου 2021, στις 14:54
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Δεκεμβρίου 2021, στις 14:54.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie