Δείτε επίσης: ἄδεια, αδειά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άδεια οι άδειες
      γενική της άδειας των αδειών
    αιτιατική την άδεια τις άδειες
     κλητική άδεια άδειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Προφορά 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άδεια θηλυκό

  1. η συμφωνία, η συγκατάνευση ώστε κάποιος να προχωρήσει σε μια ενέργεια
  2. κρατικό έγγραφο που επιτρέπει στον κάτοχό του να ασκήσει ένα επάγγελμα ή να οδηγήσει ένα όχημα
  3. η παραχώρηση του δικαιώματος να απουσιάσει κάποιος από τη δουλειά του ή την υπηρεσία του
  4. το χρονικό διάστημα των διακοπών
  5. (πληροφορική) permission: για χρήστες και αρχεία:
    1. το δικαίωμα χρήστη
    2. ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε ένα αρχείο για το ποια κατηγορία χρηστών μπορεί να το διαβάσει, γράψει ή εκτελέσει

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
άδεια: κλιτικός τύπος

Προφορά 2

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία