autorisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.tɔ.ʁi.za.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
autorisation | autorisations |
autorisation (fr) θηλυκό
- η άδεια
ενικός | πληθυντικός |
autorisation | autorisations |
autorisation (fr) θηλυκό