ενικός         πληθυντικός  
licence licences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

licence (en)

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.sɑ̃s/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

licence (fr) θηλυκό

  1. η άδεια
  2. η ασυδοσία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία