licence
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
licence | licences |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
licence (en)
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
licence (fr) θηλυκό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- licence - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- licence - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online