• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

leave

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Εκφράσεις
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Έκφραση
      • 1.2.2 Δείτε επίσης

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
leave leaves

leave (en)

  • άδεια (απουσίας από την εργασία)

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • take (one's) leave - αποχαιρετώ

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας leave
γ΄ ενικό ενεστώτα leaves
αόριστος left
παθητική μετοχή left
ενεργητική μετοχή leaving
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

leave (en)

  1. αφήνω
  2. φεύγω
  3. εγκαταλείπω
  4. be left: απομένω

  ΈκφρασηΕπεξεργασία

  • leave alone

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • be survived by : αφήνω επιζώντες συγγενείς
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=leave&oldid=4661616"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Ιουνίου 2020, στις 08:57

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Ιουνίου 2020, στις 08:57.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie