leave
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
leave | leaves |
leave (en)
- άδεια (απουσίας από την εργασία)
- ⮡ She has a three months leave.
- Έχει άδεια τριών μηνών.
- ⮡ She has a three months leave.
Εκφράσεις
επεξεργασία- take (one's) leave - αποχαιρετώ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | leave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leaves |
αόριστος | left |
παθητική μετοχή | left |
ενεργητική μετοχή | leaving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
leave (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φεύγω, αφήνω, απομακρύνομαι από ένα πρόσωπο ή ένα μέρος
- ⮡ They came at noon and left at midnight.
- Ήρθαν το μεσημέρι κι έφυγαν τα μεσάνυχτα.
- ⮡ What do you say, should we leave?
- Τι λέτε, φεύγουμε;
- ⮡ What time did you leave?
- Τι ώρα φύγατε;
- ⮡ He left Rome for Paris.
- Έφυγε από τη Ρώμη για το Παρίσι.
- ⮡ I leave home at 5.
- Αφήνω το σπίτι στις 5.
- ⮡ I must leave you now.
- Πρέπει να σας αφήσω τώρα.
- ⮡ He left us and went to sleep.
- Μας άφησε και πήγε να κοιμηθεί.
- ⮡ He dropped the letter in the box and left.
- Έριξε το γράμμα στο κουτί κι απομακρύνθηκε.
- ≈ συνώνυμα: come out, get out, dash, depart, exit και go
- ⮡ They came at noon and left at midnight.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παρατάω, εγκαταλείπω, αφήνω, σταματώ να ζω σε ένα μέρος, να ανήκω σε μια ομάδα, να εργάζομαι σε έναν εργοδότη κτλ.
- ⮡ Why did he leave school?
- Γιατί παράτησε το σχολείο;
- ⮡ He left medicine for the law.
- Εγκατέλειψε/Άφησε την ιατρική για τα νομικά.
- ⮡ Why did he leave school?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παρατάω, αφήνω, τερματίζω οριστικά τη σχέση με τη γυναίκα, τον άντρα ή τον σύντροφό μου
- ⮡ His girlfriend left him.
- Τον παράτησε η φιλενάδα του.
- ⮡ ”If you leave me, I’ll drive,” she said to him.
- «Αν μ' αφήσεις, θα πεθάνω,» του είπε.
- ⮡ His girlfriend left him.
- (μεταβατικό) αφήνω, εγκαταλείπω, φεύγω από ένα μέρος χωρίς να πάρω κάτι ή κάποιον μαζί μου
- ⮡ Where has the mailman left the card?
- Που έχει αφήσει την κάρτα ο ταχυδρόμος;
- ⮡ We left the mail in the drawer.
- Αφήσαμε την αλληλογραφία μέσα στο συρτάρι.
- ⮡ A conscientious driver would not leave the victim helpless.
- Ένας ευσυνείδητος οδηγός δε θα εγκατέλειπε αβοήθητο το θύμα του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abandon
- ⮡ Where has the mailman left the card?
- (μεταβατικό) αφήνω, κάνω ή επιτρέπω σε κάποιον ή κάτι να παραμείνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, μέρος κτλ.
- ⮡ He ate all of the dessert; he didn’t leave any for us.
- Έφαγε όλο το γλυκό· δεν άφησε καθόλου για μας.
- ⮡ He ate all of the dessert; he didn’t leave any for us.
- (μεταβατικό, be/have left) απομένω, υπολείπομαι, μένω
- ⮡ You are the only friend I have left.
- Είσαι ο μόνος φίλος που μου απόμεινε.
- ⮡ We have nothing left.
- Δεν μας έχει απομείνει τίποτα.
- ⮡ How much money is left?
- Πόσα χρήματα έχουν απομένει;
- ⮡ There is nothing left for me to do.
- Δεν μου απομένει να κάνω τίποτα.
- ⮡ There are ten days left until Easter.
- Υπολείπονται δέκα μέρες ως το Πάσχα.
- ⮡ There is a lot left to be done.
- Πολλά υπολείπονται να γίνουν.
- ⮡ All day washing, cooking, ironing; where is the free time left for her!
- Όλη τη μέρα πλύσιμο, μαγείρεμα, σιδέρωμα· πού να της μείνει ελεύθερος χρόνος!
- ≈ συνώνυμα: remain
- ⮡ You are the only friend I have left.
- (μεταβατικό) αφήνω, δεν κάνω κάτι ούτε ασχολούμαι με κάτι αμέσως
- ⮡ He left half his work for the next day.
- Άφησέ τη μισή δουλειά του για την επομένη.
- ⮡ He left half his work for the next day.
- (μεταβατικό) παραλείπω, επιτρέπω σε κάποιον να είναι υπεύθυνος για κάτι
- ⮡ He left nothing to chance in order to succeed.
- Δεν παρέλειψε τίποτα προκειμένου να πετύχει.
- ⮡ He left nothing to chance in order to succeed.
- (μεταβατικό) αφήνω, δίνω κάτι σε κάποιον όταν πεθάνω
- ⮡ He squandered the money left to him by his father.
- Διασκόρπισε τα λεφτά που του άφησε ο πατέρας του.
- ⮡ He squandered the money left to him by his father.
- εγκαταλείπω
Έκφραση
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- leave (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- leave (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 107, 919, 934. ISBN 9780194325684., λήμμα: απομένω, υπολείπομαι, φεύγω