Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
leave leaves

leave (en)

  • άδεια (απουσίας από την εργασία)
    ⮡  She has a three months leave.
    Έχει άδεια τριών μηνών.

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας leave
γ΄ ενικό ενεστώτα leaves
αόριστος left
παθητική μετοχή left
ενεργητική μετοχή leaving
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

leave (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) φεύγω, αφήνω, απομακρύνομαι από ένα πρόσωπο ή ένα μέρος
    ⮡  They came at noon and left at midnight.
    Ήρθαν το μεσημέρι κι έφυγαν τα μεσάνυχτα.
    ⮡  What do you say, should we leave?
    Τι λέτε, φεύγουμε;
    ⮡  What time did you leave?
    Τι ώρα φύγατε;
    ⮡  He left Rome for Paris.
    Έφυγε από τη Ρώμη για το Παρίσι.
    ⮡  I leave home at 5.
    Αφήνω το σπίτι στις 5.
    ⮡  I must leave you now.
    Πρέπει να σας αφήσω τώρα.
    ⮡  He left us and went to sleep.
    Μας άφησε και πήγε να κοιμηθεί.
    ⮡  He dropped the letter in the box and left.
    Έριξε το γράμμα στο κουτί κι απομακρύνθηκε.
     συνώνυμα: come out, get outdash, depart, exit και go
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρατάω, εγκαταλείπω, αφήνω, σταματώ να ζω σε ένα μέρος, να ανήκω σε μια ομάδα, να εργάζομαι σε έναν εργοδότη κτλ.
    ⮡  Why did he leave school?
    Γιατί παράτησε το σχολείο;
    ⮡  He left medicine for the law.
    Εγκατέλειψε/Άφησε την ιατρική για τα νομικά.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρατάω, αφήνω, τερματίζω οριστικά τη σχέση με τη γυναίκα, τον άντρα ή τον σύντροφό μου
    ⮡  His girlfriend left him.
    Τον παράτησε η φιλενάδα του.
    ⮡  ”If you leave me, I’ll drive,” she said to him.
    «Αν μ' αφήσεις, θα πεθάνω,» του είπε.
  4. (μεταβατικό) αφήνω, εγκαταλείπω, φεύγω από ένα μέρος χωρίς να πάρω κάτι ή κάποιον μαζί μου
    ⮡  Where has the mailman left the card?
    Που έχει αφήσει την κάρτα ο ταχυδρόμος;
    ⮡  We left the mail in the drawer.
    Αφήσαμε την αλληλογραφία μέσα στο συρτάρι.
    ⮡  A conscientious driver would not leave the victim helpless.
    Ένας ευσυνείδητος οδηγός δε θα εγκατέλειπε αβοήθητο το θύμα του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abandon
  5. (μεταβατικό) αφήνω, κάνω ή επιτρέπω σε κάποιον ή κάτι να παραμείνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, μέρος κτλ.
    ⮡  He ate all of the dessert; he didn’t leave any for us.
    Έφαγε όλο το γλυκό· δεν άφησε καθόλου για μας.
  6. (μεταβατικό, be/have left) απομένω, υπολείπομαι, μένω
    ⮡  You are the only friend I have left.
    Είσαι ο μόνος φίλος που μου απόμεινε.
    ⮡  We have nothing left.
    Δεν μας έχει απομείνει τίποτα.
    ⮡  How much money is left?
    Πόσα χρήματα έχουν απομένει;
    ⮡  There is nothing left for me to do.
    Δεν μου απομένει να κάνω τίποτα.
    ⮡  There are ten days left until Easter.
    Υπολείπονται δέκα μέρες ως το Πάσχα.
    ⮡  There is a lot left to be done.
    Πολλά υπολείπονται να γίνουν.
    ⮡  All day washing, cooking, ironing; where is the free time left for her!
    Όλη τη μέρα πλύσιμο, μαγείρεμα, σιδέρωμα· πού να της μείνει ελεύθερος χρόνος!
     συνώνυμα: remain
  7. (μεταβατικό) αφήνω, δεν κάνω κάτι ούτε ασχολούμαι με κάτι αμέσως
    ⮡  He left half his work for the next day.
    Άφησέ τη μισή δουλειά του για την επομένη.
  8. (μεταβατικό) παραλείπω, επιτρέπω σε κάποιον να είναι υπεύθυνος για κάτι
    ⮡  He left nothing to chance in order to succeed.
    Δεν παρέλειψε τίποτα προκειμένου να πετύχει.
  9. (μεταβατικό) αφήνω, δίνω κάτι σε κάποιον όταν πεθάνω
    ⮡  He squandered the money left to him by his father.
    Διασκόρπισε τα λεφτά που του άφησε ο πατέρας του.
  10. εγκαταλείπω

  Έκφραση

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία