leave
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
leave | leaves |
leave (en)
- άδεια (απουσίας από την εργασία)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- take (one's) leave - αποχαιρετώ
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | leave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leaves |
αόριστος | left |
παθητική μετοχή | left |
ενεργητική μετοχή | leaving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
leave (en)
- αφήνω
- φεύγω
- εγκαταλείπω
- be left: απομένω