ενεστώτας head out
γ΄ ενικό ενεστώτα heads out
αόριστος headed out
παθητική μετοχή headed out
ενεργητική μετοχή heading out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
head out < → δείτε τις λέξεις head και out

head out (en)

  • φεύγω
    ⮡  While I was gearing up to head out, the phone rang.
    Ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave