head out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | head out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | heads out |
αόριστος | headed out |
παθητική μετοχή | headed out |
ενεργητική μετοχή | heading out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhead out (en)
ενεστώτας | head out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | heads out |
αόριστος | headed out |
παθητική μετοχή | headed out |
ενεργητική μετοχή | heading out |
head out (en)