Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
head heads
 
κεφαλές ανάγνωσης/εγγραφής σε μονάδα σκληρού δίσκου

head (en)

  1. (ανατομία) το κεφάλι
    ⮡  I hit him on the head.
    Τον χτύπησα στο κεφάλι.
  2. το κεφάλι, ο εγκέφαλος, η πνευματική κατάσταση, η σκέψη
    ⮡  My head has gone blank.
    Το κεφάλι μου είναι άδειο.
     συνώνυμα: mind
  3. το κεφάλι, μέτρο σύγκρισης ύψους
    ⮡  He is a head taller.
    Είναι ένα κεφάλι ψηλότερος.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κεφαλή, ο διευθυντής, ο υπεύθυνος μιας ομάδας ατόμων ή μιας οργάνωσης
    ⮡  the head of the church/the family/the state - η κεφαλή της εκκλησίας/της οικογένειας/του κράτους
    ⮡  the head of a department/service - ο διευθυντής ενός τμήματος/μιας υπηρεσίας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boss
  5. το κεφάλι, κάτι στρογγυλό
    ⮡  the head of a nail/a pin - το κεφάλι ενός καρφιού/μιας καρφίτσας
  6. (μόνο ενικός) το πάνω, το κεφάλι
    ⮡  at the head of the page - στο πάνω της σελίδας
    ⮡  at the head of the table - στο κεφάλι του τραπεζιού
     συνώνυμα: top
  7. (υλικό υπολογιστή) η κεφαλή
    ⮡  a tape recorder head - κεφαλή μαγνητοφώνου
  8. (μόνο πληθυντικός) τα κεφάλια, αριθμός ζώων σε κοπάδια
    ⮡  fifty head of cattle - πενήντα κεφάλια ζώα
  9. το κεφάλι, ο καθένας, αριθμός ανθρώπων σε συνεστίαση
    ⮡  The meal will cost you £5 a head.
    Το γεύμα θα σας κοστίσει πέντε λίρες το κεφάλι.
ενεστώτας head
γ΄ ενικό ενεστώτα heads
αόριστος headed
παθητική μετοχή headed
ενεργητική μετοχή heading

head (en)

  1. (αμετάβατο, και be headed) τραβάω, κατευθύνομαι σε συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  Where are you heading/are you headed (to/for)?
    Για πού τραβάς;
    ⮡  She headed home.
    Τράβηξε για το σπίτι.
    ⮡  They headed north, until they reached the sea.
    Τράβηξαν βόρεια, ώσπου έφτασαν στη θάλασσα.
    ⮡  The plane is headed towards America.
    Το αεροπλάνο κατευθύνεται προς την Αμερική.
    ⮡  We’re heading west.
    Κατευθυνόμαστε δυτικά.
    ⮡  The ship seemed to be heading for the harbor.
    Το πλοίο φαινόταν να κατευθύνεται προς το λιμάνι.
  2. (μεταβατικό) διευθύνω, ηγούμαι, πρωτοστατώ, διοικώ κάτι
    ⮡  She’s heading the branch now.
    Διευθύνει το υποκατάστημα τώρα.
    ⮡  He headed the party/the rebellion.
    Ηγήθηκε το κόμμα/την ανταρσία.
    ⮡  All those heading the strike were fired.
    Απολύθηκαν όσοι πρωτοστάτησαν στην απεργία.
     συνώνυμα: head up, → και δείτε τη λέξη direct
  3. (μεταβατικό) είμαι επικεφαλής, στην πρώτη θέση, στην πρώτη σειρά
    ⮡  We are heading the procession.
    Είμαστε επικεφαλής της πομπής.
    ⮡  His name headed the list.
    Το όνομά του ήταν επικεφαλής στον κατάλογο.
  4. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) τιτλοφορώ, δίνω τίτλο σε μια σελίδα ή ενότητα ενός βιβλίου
    ⮡  I read an article which was headed (with) “Pax Americana”.
    Διάβασα ένα άρθρο που ήταν τιτλοφορούμενο «Αμερικανική Ειρήνη».
    → και δείτε τη λέξη title
  5. (μεταβατικό) δίνω κεφαλιά
    ⮡  The striker headed the ball (in) and scored.
    Ο επιθετικός έριξε μια κεφαλιά και έβαλε γκολ.

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία