head
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
head | heads |
head (en)
- (ανατομία) το κεφάλι
- ⮡ I hit him on the head.
- Τον χτύπησα στο κεφάλι.
- ⮡ I hit him on the head.
- το κεφάλι, ο εγκέφαλος, η πνευματική κατάσταση, η σκέψη
- το κεφάλι, μέτρο σύγκρισης ύψους
- ⮡ He is a head taller.
- Είναι ένα κεφάλι ψηλότερος.
- ⮡ He is a head taller.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κεφαλή, ο διευθυντής, ο υπεύθυνος μιας ομάδας ατόμων ή μιας οργάνωσης
- το κεφάλι, κάτι στρογγυλό
- ⮡ the head of a nail/a pin - το κεφάλι ενός καρφιού/μιας καρφίτσας
- (μόνο ενικός) το πάνω, το κεφάλι
- (υλικό υπολογιστή) η κεφαλή
- ⮡ a tape recorder head - κεφαλή μαγνητοφώνου
- (μόνο πληθυντικός) τα κεφάλια, αριθμός ζώων σε κοπάδια
- ⮡ fifty head of cattle - πενήντα κεφάλια ζώα
- το κεφάλι, ο καθένας, αριθμός ανθρώπων σε συνεστίαση
- ⮡ The meal will cost you £5 a head.
- Το γεύμα θα σας κοστίσει πέντε λίρες το κεφάλι.
- ⮡ The meal will cost you £5 a head.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | head |
γ΄ ενικό ενεστώτα | heads |
αόριστος | headed |
παθητική μετοχή | headed |
ενεργητική μετοχή | heading |
head (en)
- (αμετάβατο, και be headed) τραβάω, κατευθύνομαι σε συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ Where are you heading/are you headed (to/for)?
- Για πού τραβάς;
- ⮡ She headed home.
- Τράβηξε για το σπίτι.
- ⮡ They headed north, until they reached the sea.
- Τράβηξαν βόρεια, ώσπου έφτασαν στη θάλασσα.
- ⮡ The plane is headed towards America.
- Το αεροπλάνο κατευθύνεται προς την Αμερική.
- ⮡ We’re heading west.
- Κατευθυνόμαστε δυτικά.
- ⮡ The ship seemed to be heading for the harbor.
- Το πλοίο φαινόταν να κατευθύνεται προς το λιμάνι.
- ⮡ Where are you heading/are you headed (to/for)?
- (μεταβατικό) διευθύνω, ηγούμαι, πρωτοστατώ, διοικώ κάτι
- (μεταβατικό) είμαι επικεφαλής, στην πρώτη θέση, στην πρώτη σειρά
- ⮡ We are heading the procession.
- Είμαστε επικεφαλής της πομπής.
- ⮡ His name headed the list.
- Το όνομά του ήταν επικεφαλής στον κατάλογο.
- ⮡ We are heading the procession.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) τιτλοφορώ, δίνω τίτλο σε μια σελίδα ή ενότητα ενός βιβλίου
- ⮡ I read an article which was headed (with) “Pax Americana”.
- Διάβασα ένα άρθρο που ήταν τιτλοφορούμενο «Αμερικανική Ειρήνη».
- → και δείτε τη λέξη title
- ⮡ I read an article which was headed (with) “Pax Americana”.
- (μεταβατικό) δίνω κεφαλιά
- ⮡ The striker headed the ball (in) and scored.
- Ο επιθετικός έριξε μια κεφαλιά και έβαλε γκολ.
- ⮡ The striker headed the ball (in) and scored.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- head (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- head (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 236, 315, 445-446, 468. ISBN 9780194325684., λήμμα: διευθυντής, (ε)πάνω, κεφαλή, κεφάλι, κορυφή