ενεστώτας head off
γ΄ ενικό ενεστώτα heads off
αόριστος headed off
παθητική μετοχή headed off
ενεργητική μετοχή heading off

Ετυμολογία

επεξεργασία
head off <  δείτε τις λέξεις head και off

head off (en)

  • αποτρέπω, ενεργώ για να μην συμβεί κάτι
      We must join forces to head off a new war.
    Πρέπει να ενωθούμε για ν' αποτρέψουμε έναν καινούριο πόλεμο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη prevent