τιτλοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατιτλοφορώ (παθητική φωνή: τιτλοφορούμαι)
- γράφω έναν τίτλο και τον αποδίδω σε κάποιο γραπτό, βιβλίο, έργο τέχνης κ.λπ.
- (κατ’ επέκταση) χαρακτηρίζω, αποκαλώ
Συγγενικά
επεξεργασία- ατιτλοφόρητος
- αυτοτιτλοφορούμαι
- αυτοτιτλοφορούμενος
- τιτλοφορημένος
- τιτλοφόρηση
- τιτλοφορούμενος
- → δείτε τις λέξεις τίτλος και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τιτλοφορώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 τιτλοφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ τιτλοφορώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)