Ετυμολογία

επεξεργασία
τιτλοφορώ < τίτλος + -ο- + -φορώ[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intituler[2] [1])

τιτλοφορώ (παθητική φωνή: τιτλοφορούμαι)

  1. γράφω έναν τίτλο και τον αποδίδω σε κάποιο γραπτό, βιβλίο, έργο τέχνης κ.λπ.
  2. (κατ’ επέκταση) χαρακτηρίζω, αποκαλώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 τιτλοφορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τιτλοφορώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)