-φορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -φορώ < ελληνιστική κοινή -φορῶ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /foˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φο‐ρώ
Επίθημα
επεξεργασία-φορώ
- δεύτερο συνθετικό ρημάτων τα οποία δηλώνουν πως το υποκείμενο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-φορώ" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -φορώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)