Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπλοφορώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
οπλοφορώ
<
αρχαία ελληνική
ὁπλον+φόρος<φέρω
Ρήμα
επεξεργασία
οπλοφορώ
είμαι οπλισμένος, έχω/φέρω
όπλο
Συγγενικά
επεξεργασία
οπλοφορία
οπλοφόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπλοφορώ
αγγλικά
:
bear arms
(en)
,
pack heat
(en)