Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενθηφορώ < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πενθηφορῶ < πένθ(ος) + -η- + φορῶ κατά το ελληνιστικό μελανηφορῶ [1]

  Ρήμα επεξεργασία

πενθηφορώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία