πένθος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πένθος | τα | πένθη |
γενική | του | πένθους | των | πενθών |
αιτιατική | το | πένθος | τα | πένθη |
κλητική | πένθος | πένθη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πένθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πένθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷendʰ-
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpen.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέν‐θος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πένθος ουδέτερο
- η οδύνη για το θάνατο αγαπημένου προσώπου
- η δημόσια και επίσημη έκφραση μεγάλης λύπης για το θάνατο κάποιου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- ※ δεν θα κάνουμε φέτος γενέθλια, γιατί έχουμε πένθος
- ※ κηρύχτηκε τριήμερο πένθος για το θάνατο του πρώην πρωθυπουργού
- το μαύρο περιβραχιόνιο που φορούν οι άντρες σε ένδειξη πένθους ή άλλο σχετικό δηλωτικό πένθους
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πένθος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πενθεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | πένθος | τὰ | πένθη - πένθεᾰ | |
γενική | τοῦ | πένθους - πένθεος | τῶν | πενθῶν - πενθέων | |
δοτική | τῷ | πένθει - πένθεῐ̈ | τοῖς | πένθεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | πένθος | τὰ | πένθη - πένθεα | |
κλητική ὦ! | πένθος | πένθη - πένθεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πένθει - πένθεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πενθοῖν - πενθέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πένθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷendʰ-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πένθος ουδέτερο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πένθος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πένθος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.