Δείτε επίσης: φωράω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοράω < φορ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φορῶ, συνηρημένος τύπος του φορέω

φοράω/φορώ, αόρ.: φόρεσα, παθ.φωνή: φοριέμαι, π.αόρ.: φορέθηκα, μτχ.π.π.: φορεμένος

  1. είμαι ντυμένος με
    ⮡  φοράει το καλό του κουστούμι σήμερα
    ⮡  φοράει μαύρα γιατί πενθεί
    ⮡  Μπορεί να μην είναι μοδάτο, αλλά σίγουρα φοριέται ακόμα.
    → δείτε και το παθητικό φοριέμαι και φοριέται
  2. βάζω πάνω μου ένα ρούχο
    ⮡  φόρεσε το παλτό σου να φύγουμε
  3. έχω συνήθως πάνω σε ένα σημείο του σώματός μου ένα απαραίτητο ή βοηθητικό εξάρτημα
    ⮡  φοράει γυαλιά / κοσμήματα / κράνος
  4. (μεταφορικά)
    ⮡  φοράει μονίμως ένα υποκριτικό χαμόγελο
  5. φοράω κάτι σε κάποιον, τον ντύνω ή τον επιβαρύνω
    ⮡  Μαμά δεν μπορώ να φορέσω τα παπούτσια στο μωρό, έλα να του τα φορέσεις εσύ!
    ⮡  του τα φοράει (εννοείται, τα κέρατα: τον απατά, έχει εραστή
    ⮡  του φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι : τον βασάνισαν, τον ταλαιπώρησαν

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και

→ και δείτε τη λέξη φέρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).