φοράω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοράω < φορ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φορῶ, συνηρημένος τύπος του φορέω
Ρήμα
επεξεργασίαφοράω/φορώ, αόρ.: φόρεσα, παθ.φωνή: φοριέμαι, π.αόρ.: φορέθηκα, μτχ.π.π.: φορεμένος
- είμαι ντυμένος με
- βάζω πάνω μου ένα ρούχο
- ⮡ φόρεσε το παλτό σου να φύγουμε
- έχω συνήθως πάνω σε ένα σημείο του σώματός μου ένα απαραίτητο ή βοηθητικό εξάρτημα
- ⮡ φοράει γυαλιά / κοσμήματα / κράνος
- (μεταφορικά)
- ⮡ φοράει μονίμως ένα υποκριτικό χαμόγελο
- φοράω κάτι σε κάποιον, τον ντύνω ή τον επιβαρύνω
Εκφράσεις
επεξεργασία- φοράω τα γυαλιά μας φόρεσε/έβαλε τα γυαλιά : "μας την βγήκε", "μας τάπωσε", ήταν πολύ καλύτερός μας, υπερίσχυσε σε κάτι
- φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής: Μπήκε στην εθνική ομάδα
- φόρεσε το χακί: κατατάχθηκε στο στρατό
Συγγενικά
επεξεργασία- -φοράω & -φορώ Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φοράω στο Βικιλεξικό, Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φορώ στο Βικιλεξικό
και
→ και δείτε τη λέξη φέρω
Κλίση
επεξεργασία- Η κλίση φορώ, -είς, -εί, ... «κατά το θεωρώ» δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική [1], αλλά σε λέξεις ή σύνθετα λόγια, αρχαιοπρεπή ή από την καθαρεύουσα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φοράω - φορώ | φορούσα - φόραγα | θα φοράω - φορώ | να φοράω - φορώ | φορώντας | |
β' ενικ. | φοράς - φορείς | φορούσες - φόραγες | θα φοράς - φορείς | να φοράς - φορείς | φόρα - φόραγε | |
γ' ενικ. | φοράει - φορά - φορεί | φορούσε - φόραγε | θα φοράει - φορά - φορεί | να φοράει - φορά - φορεί | ||
α' πληθ. | φοράμε - φορούμε | φορούσαμε - φοράγαμε | θα φοράμε - φορούμε | να φοράμε - φορούμε | ||
β' πληθ. | φοράτε - φορείτε | φορούσατε - φοράγατε | θα φοράτε - φορείτε | να φοράτε - φορείτε | φοράτε - φορείτε | |
γ' πληθ. | φοράν(ε) - φορούν(ε) | φορούσαν(ε) - φόραγαν - φοράγανε | θα φοράν(ε) - φορούν(ε) | να φοράν(ε) - φορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φόρεσα | θα φορέσω | να φορέσω | φορέσει | ||
β' ενικ. | φόρεσες | θα φορέσεις | να φορέσεις | φόρα - φόρεσε | ||
γ' ενικ. | φόρεσε | θα φορέσει | να φορέσει | |||
α' πληθ. | φορέσαμε | θα φορέσουμε | να φορέσουμε | |||
β' πληθ. | φορέσατε | θα φορέσετε | να φορέσετε | φορέστε | ||
γ' πληθ. | φόρεσαν φορέσαν(ε) |
θα φορέσουν(ε) | να φορέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φορέσει | είχα φορέσει | θα έχω φορέσει | να έχω φορέσει | ||
β' ενικ. | έχεις φορέσει | είχες φορέσει | θα έχεις φορέσει | να έχεις φορέσει | ||
γ' ενικ. | έχει φορέσει | είχε φορέσει | θα έχει φορέσει | να έχει φορέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φορέσει | είχαμε φορέσει | θα έχουμε φορέσει | να έχουμε φορέσει | ||
β' πληθ. | έχετε φορέσει | είχατε φορέσει | θα έχετε φορέσει | να έχετε φορέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φορέσει | είχαν φορέσει | θα έχουν φορέσει | να έχουν φορέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φοριέμαι | φοριόμουν(α) | θα φοριέμαι | να φοριέμαι | ||
β' ενικ. | φοριέσαι | φοριόσουν(α) | θα φοριέσαι | να φοριέσαι | ||
γ' ενικ. | φοριέται | φοριόταν(ε) | θα φοριέται | να φοριέται | ||
α' πληθ. | φοριόμαστε | φοριόμαστε φοριόμασταν |
θα φοριόμαστε | να φοριόμαστε | ||
β' πληθ. | φοριέστε | φοριόσαστε φοριόσασταν |
θα φοριέστε | να φοριέστε | φοριέστε | |
γ' πληθ. | φοριούνται | φοριόνταν(ε) φοριούνταν φοριόντουσαν |
θα φοριούνται | να φοριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φορέθηκα | θα φορεθώ | να φορεθώ | φορεθεί | ||
β' ενικ. | φορέθηκες | θα φορεθείς | να φορεθείς | φορέσου | ||
γ' ενικ. | φορέθηκε | θα φορεθεί | να φορεθεί | |||
α' πληθ. | φορεθήκαμε | θα φορεθούμε | να φορεθούμε | |||
β' πληθ. | φορεθήκατε | θα φορεθείτε | να φορεθείτε | φορεθείτε | ||
γ' πληθ. | φορέθηκαν φορεθήκαν(ε) |
θα φορεθούν(ε) | να φορεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φορεθεί | είχα φορεθεί | θα έχω φορεθεί | να έχω φορεθεί | φορεμένος | |
β' ενικ. | έχεις φορεθεί | είχες φορεθεί | θα έχεις φορεθεί | να έχεις φορεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φορεθεί | είχε φορεθεί | θα έχει φορεθεί | να έχει φορεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φορεθεί | είχαμε φορεθεί | θα έχουμε φορεθεί | να έχουμε φορεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φορεθεί | είχατε φορεθεί | θα έχετε φορεθεί | να έχετε φορεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φορεθεί | είχαν φορεθεί | θα έχουν φορεθεί | να έχουν φορεθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).