put on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts on |
αόριστος | put on |
παθητική μετοχή | put on |
ενεργητική μετοχή | putting on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput on (en)
- βάζω ρούχα, φοράω
- ↪ She put on her hat/her shoes.
- Έβαλε το καπέλο της/τα παπούτσια της.
- ↪ Put on a clean shirt!
- Φόρεσε καθαρό πουκάμισο!
- ↪ She put on her hat/her shoes.
- βάζω, ανάβω μια συσκευή
- ↪ It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
- Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.
- ↪ It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
Πηγές
επεξεργασία- put on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω