ενεστώτας put on
γ΄ ενικό ενεστώτα puts on
αόριστος put on
παθητική μετοχή put on
ενεργητική μετοχή putting on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put on < → δείτε τις λέξεις put και on

put on (en)

  1. βάζω ρούχα, φοράω
    ⮡  She put on her hat/her shoes.
    Έβαλε το καπέλο της/τα παπούτσια της.
    ⮡  Put on a clean shirt!
    Φόρεσε καθαρό πουκάμισο!
  2. βάζω, ανάβω μια συσκευή
    ⮡  It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
    Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.