ενεστώτας put
γ΄ ενικό ενεστώτα puts
αόριστος put
παθητική μετοχή put
ενεργητική μετοχή putting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

put (en)

  1. βάζω, περνάω, κινώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση
    ⮡  I put milk in my tea/wood into the fire.
    Βάζω γάλα στο τσάι μου/ξύλα στη φωτιά.
    ⮡  He put his hands in his pockets.
    Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του.
    ⮡  She put the plates on the table.
    Έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι.
    ⮡  Put it back in its place.
    Βάλε το πίσω στη θέση του.
    ⮡  He put his hands around her waist.
    Πέρασε τα χέρια στη μέση της.
    ⮡  She put her arm through his.
    Πέρασε το μπράτσο της στο δικό σου.
     συνώνυμα:  lay, place και set
  2. βάζω, περνάω, κινώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση με δύναμη
    ⮡  He put his hand into the hole.
    Πέρασε το χέρι του στην τρύπα.
    ⮡  He put his head through the door.
    Πέρασε το κεφάλι του στην πόρτα.
  3. βάζω, αναγκάζω κάποιον ή κάτι να πάει σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  I am putting the children to bed.
    Βάζω τα παιδιά στο κρεβάτι.
    ⮡  He put all his money in government bonds.
    Έβαλε όλα τα λεφτά του σε κρατικά ομόλογα.
  4. βάζω, κάνω κάποιον ή κάτι να νιώσει κάτι ή να επηρεαστεί από κάτι
    ⮡  I put an idea into someone’s head.
    Βάζω μια ιδέα σε κάποιον.
  5. λέω, εκφράζω ή δηλώνω κάτι σε συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  I do not know how to put it.
    Δεν ξέρω πώς να το πω.
    ⮡  to put it bluntly - για να το πω στα ίσια
     συνώνυμα: say

Συγγενικά

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

put (bs)



  Επίθετο

επεξεργασία

put

  1. βρόμικος
  2. κακός