put
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts |
αόριστος | put |
παθητική μετοχή | put |
ενεργητική μετοχή | putting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαput (en)
- βάζω, περνάω, κινώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση
- ↪ I put milk in my tea/wood into the fire.
- Βάζω γάλα στο τσάι μου/ξύλα στη φωτιά.
- ↪ He put his hands in his pockets.
- Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του.
- ↪ She put the plates on the table.
- Έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι.
- ↪ Put it back in its place.
- Βάλε το πίσω στη θέση του.
- ↪ He put his hands around her waist.
- Πέρασε τα χέρια στη μέση της.
- ↪ She put her arm through his.
- Πέρασε το μπράτσο της στο δικό σου.
- ≈ συνώνυμα: lay, place και set
- ↪ I put milk in my tea/wood into the fire.
- βάζω, περνάω, κινώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση με δύναμη
- ↪ He put his hand into the hole.
- Πέρασε το χέρι του στην τρύπα.
- ↪ He put his head through the door.
- Πέρασε το κεφάλι του στην πόρτα.
- ↪ He put his hand into the hole.
- βάζω, αναγκάζω κάποιον ή κάτι να πάει σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- ↪ I am putting the children to bed.
- Βάζω τα παιδιά στο κρεβάτι.
- ↪ He put all his money in government bonds.
- Έβαλε όλα τα λεφτά του σε κρατικά ομόλογα.
- ↪ I am putting the children to bed.
- βάζω, κάνω κάποιον ή κάτι να νιώσει κάτι ή να επηρεαστεί από κάτι
- ↪ I put an idea into someone’s head.
- Βάζω μια ιδέα σε κάποιον.
- ↪ I put an idea into someone’s head.
- λέω, εκφράζω ή δηλώνω κάτι σε συγκεκριμένο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'put' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'put' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Πηγές
επεξεργασία- put - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 495-497, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, λέ(γ)ω, περνώ
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαput (bs)
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαput