Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

input (en)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • input στην αγγλική Βικιπαίδεια