καταχώρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταχώρηση | οι | καταχωρήσεις |
γενική | της | καταχώρησης* | των | καταχωρήσεων |
αιτιατική | την | καταχώρηση | τις | καταχωρήσεις |
κλητική | καταχώρηση | καταχωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταχωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταχώρηση < καταχωρώ, καταχωρη- + -σις κατά το καταχώρισις > -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈxo.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐χώ‐ρη‐ση
- ομόηχο: καταχώριση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταχώρηση θηλυκό
- συνώνυμο του καταχώριση από το καταχωρώ ως συνώνυμο του καταχωρίζω
Πηγές
επεξεργασία- καταχώρηση, καταχώριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καταχώρηση (& σπάν. καταχώρηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- καταχώριση (& εσφαλμ. καταχώρηση) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Παραπέμπει στο σχόλιο για το καταχωρίζω, όπου συνιστά («είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούμε») τους τύπους με γιώτα του καταχωρίζω, εξηγώντας τους λόγους. - → δείτε και τις λέξεις καταχωρώ και καταχωρίζω