καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταχώρισις αἱ καταχωρίσεις
      γενική τῆς καταχωρίσεως τῶν καταχωρίσεων
      δοτική τῇ καταχωρίσει ταῖς καταχωρίσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν καταχώρισιν τὰς καταχωρίσεις
     κλητική ! καταχώρισι καταχωρίσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταχώρισις, ήδη από το 1782 από τον Αδαμάντιο Κοραή[1][2] < καταχωρί(ζω) + -σις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈxo.ɾi.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐χώ‐ρι‐σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταχώρισις θηλυκό (καθαρεύουσα)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καταχώρισις, σελ. 532, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. καταχώριση [1782] - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
    Σχόλιο για τους τύπους με το γιώτα που προτιμάει το Λεξικό, τη σημασία και την ετυμολογία υπάρχει στο λήμμα καταχωρίζω.).