ενεστώτας put back
γ΄ ενικό ενεστώτα puts back
αόριστος put back
παθητική μετοχή put back
ενεργητική μετοχή putting back

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put back < → δείτε τις λέξεις put και back

put back (en)

  1. ρίχνω πίσω, αλλάζω κάτι σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία
    The strike put back production.
    Η απεργία έριξε πίσω την παραγωγή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay
  2. βάζω πίσω, κινώ τους δείκτες ενός ρολογιού στη σωστή προηγούμενη ώρα
    I put the clock back 1 hour.
    Βάζω πίσω το ρολόι 1 ώρα.