ενεστώτας put up
γ΄ ενικό ενεστώτα puts up
αόριστος put up
παθητική μετοχή put up
ενεργητική μετοχή putting up

Ετυμολογία

επεξεργασία
put up <  δείτε τις λέξεις put και up

put up (en)

  1. (μεταβατικό) παρουσιάζω, προβάλλω, πετυχαίνω, δείχνω ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεξιοτήτων, αποφασιστικότητας κτλ. σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό
      We put up resistance.
    Παρουσιάσαμε αντίσταση.
      They didn’t put up any resistance to the enemy’s advance.
    Δεν πρόβαλαν αντίσταση στην προέλαση του εχθρού.
      You put up a good performance.
    Πετύχατε καλή επίδοση.
     συνώνυμα: present,  και δείτε τον όρο put up a fight
  2. (μεταβατικό) προβάλλω, προτείνω μια ιδέα κτλ. για να συζητήσουν οι άλλοι
      She put up good arguments.
    Πρόβαλε καλά επιχειρήματα.
      I will put up a proposal.
    Θα προτείνω μια πρόταση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη propose
  3. (μεταβατικό) φιλοξενώ, τακτοποιώ, παρέχω σε κάποιον δωρεάν τόπο διαμονής
      The village priest put us up for a night.
    Μας φιλοξένησε ο παπάς του χωριού για μια νύχτα.
      They put us up in a hotel.
    Μας τακτοποίησαν σ' ένα ξενοδοχείο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη shelter
  4. (μεταβατικό) προτείνω κάποιον ως υποψήφιο για δουλειά ή θέση
      Can I put your name up for chairman?
    Μπορώ να σε προτείνω για πρόεδρο;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη propose
  5. (μεταβατικό) στήνω, χτίζω κάτι ή βάζω κάτι κάπου
      We’re putting up the Christmas tree.
    Στήνουμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
     συνώνυμα: set up
  6. (μεταβατικό) κρεμάω, αναρτώ, τοιχοκολλώ, στερεώνω κάτι σε σημείο που θα φαίνεται
      I am putting the paintings up on the walls.
    Κρεμάω πίνακες στους τοίχους.
      She put the exam results up on the announcement board.
    Ανάρτησε τα αποτελέσματα των εξετάσεων στον πίνακα ανακοινώσεων.
      The announcement was put up all over the city.
    Η ανακοίνωση τοιχοκολλήθηκε σ' όλη την πόλη.
      They put up posters all over the walls.
    Τοιχοκόλλησαν αφίσες σ' όλους τους τοίχους.
     συνώνυμα: hang
  7. (μεταβατικό) υψώνω, βάζω, σηκώνω και βάζω κάτι σε ψηλότερη θέση
      He put up a flag in front of his house.
    Ύψωσε μια σημαία μπροστά από το σπίτι του.
      Put it up on the shelf.
    Βάλ' το στο ράφι.
      Put your hands up!
    Σήκωσε (ψηλά) τα χέρια!
      She put the baby up on the table.
    Σήκωσε το μωρό και το έβαλε στο τραπέζι.
      She put up her hair.
    Κάνει κότσο τα μαλλιά της.
     συνώνυμα: raise,  και δείτε τη λέξη put
  8. (μεταβατικό, βρετανική σημασία) ανεβάζω, αυξάνω κάτι
      They have put up the prices.
    Ανέβασαν τις τιμές.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη increase
  9. (μεταβατικό) προσφέρω, παρέχω ή δανείζω χρήματα
      A local businessman has put up the £500,000 needed to save the club.
    Ένας τοπικός επιχειρηματίας πρόσφερε τις 500.000 λίρες που χρειάζονταν για να σωθεί ο σύλλογος.
      Large sums were put up at the auction for the painting by a famous painter.
    Στη δημοπρασία προσφέρθηκαν μεγάλα ποσά για τον πίνακα γνωστού ζωγράφου.
  10. (μεταβατικό) βάζω κάτι προς πώληση ή σε πλειστηριασμό· διαθέτω, κάνω κάτι διαθέσιμο
      We put the house up for sale.
    Βάλαμε το σπίτι προς πώληση.
      They put the painting up for auction.
    Έβαλαν τον πίνακα στον πλειστηριασμό.
      I put my house up on Airbnb.
    Έβαλα/Διέθεσα το σπίτι μου στο Airbnb.
  11. (μεταβατικό) δίνω το παιδί μου για υιοθεσία
      They put their child up for adoption.
    Έδωσαν το παιδί τους για υιοθεσία.
  12. (μεταβατικό) μαζεύω και βάζω σε αποθήκη
      We put up the deckchairs for the winter.
    Μαζέψαμε τις ξαπλώστρες για το χειμώνα.

Συγγενικά

επεξεργασία