put up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts up |
αόριστος | put up |
παθητική μετοχή | put up |
ενεργητική μετοχή | putting up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput up (en)
- (μεταβατικό) παρουσιάζω, προβάλλω, πετυχαίνω, δείχνω ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεξιοτήτων, αποφασιστικότητας κτλ. σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό
- ⮡ We put up resistance.
- Παρουσιάσαμε αντίσταση.
- ⮡ They didn’t put up any resistance to the enemy’s advance.
- Δεν πρόβαλαν αντίσταση στην προέλαση του εχθρού.
- ⮡ You put up a good performance.
- Πετύχατε καλή επίδοση.
- ≈ συνώνυμα: present, → και δείτε τον όρο put up a fight
- ⮡ We put up resistance.
- (μεταβατικό) προβάλλω, προτείνω μια ιδέα κτλ. για να συζητήσουν οι άλλοι
- (μεταβατικό) φιλοξενώ, τακτοποιώ, παρέχω σε κάποιον δωρεάν τόπο διαμονής
- (μεταβατικό) προτείνω κάποιον ως υποψήφιο για δουλειά ή θέση
- (μεταβατικό) στήνω, χτίζω κάτι ή βάζω κάτι κάπου
- (μεταβατικό) κρεμάω, αναρτώ, τοιχοκολλώ, στερεώνω κάτι σε σημείο που θα φαίνεται
- ⮡ I am putting the paintings up on the walls.
- Κρεμάω πίνακες στους τοίχους.
- ⮡ She put the exam results up on the announcement board.
- Ανάρτησε τα αποτελέσματα των εξετάσεων στον πίνακα ανακοινώσεων.
- ⮡ The announcement was put up all over the city.
- Η ανακοίνωση τοιχοκολλήθηκε σ' όλη την πόλη.
- ⮡ They put up posters all over the walls.
- Τοιχοκόλλησαν αφίσες σ' όλους τους τοίχους.
- ≈ συνώνυμα: hang
- ⮡ I am putting the paintings up on the walls.
- (μεταβατικό) υψώνω, βάζω, σηκώνω και βάζω κάτι σε ψηλότερη θέση
- ⮡ He put up a flag in front of his house.
- Ύψωσε μια σημαία μπροστά από το σπίτι του.
- ⮡ Put it up on the shelf.
- Βάλ' το στο ράφι.
- ⮡ Put your hands up!
- Σήκωσε (ψηλά) τα χέρια!
- ⮡ She put the baby up on the table.
- Σήκωσε το μωρό και το έβαλε στο τραπέζι.
- ⮡ She put up her hair.
- Κάνει κότσο τα μαλλιά της.
- ≈ συνώνυμα: raise, → και δείτε τη λέξη put
- ⮡ He put up a flag in front of his house.
- (μεταβατικό, βρετανική σημασία) ανεβάζω, αυξάνω κάτι
- (μεταβατικό) προσφέρω, παρέχω ή δανείζω χρήματα
- ⮡ A local businessman has put up the £500,000 needed to save the club.
- Ένας τοπικός επιχειρηματίας πρόσφερε τις 500.000 λίρες που χρειάζονταν για να σωθεί ο σύλλογος.
- ⮡ Large sums were put up at the auction for the painting by a famous painter.
- Στη δημοπρασία προσφέρθηκαν μεγάλα ποσά για τον πίνακα γνωστού ζωγράφου.
- ⮡ A local businessman has put up the £500,000 needed to save the club.
- (μεταβατικό) βάζω κάτι προς πώληση ή σε πλειστηριασμό· διαθέτω, κάνω κάτι διαθέσιμο
- ⮡ We put the house up for sale.
- Βάλαμε το σπίτι προς πώληση.
- ⮡ They put the painting up for auction.
- Έβαλαν τον πίνακα στον πλειστηριασμό.
- ⮡ I put my house up on Airbnb.
- Έβαλα/Διέθεσα το σπίτι μου στο Airbnb.
- ⮡ We put the house up for sale.
- (μεταβατικό) δίνω το παιδί μου για υιοθεσία
- ⮡ They put their child up for adoption.
- Έδωσαν το παιδί τους για υιοθεσία.
- ⮡ They put their child up for adoption.
- (μεταβατικό) μαζεύω και βάζω σε αποθήκη
- ⮡ We put up the deckchairs for the winter.
- Μαζέψαμε τις ξαπλώστρες για το χειμώνα.
- ⮡ We put up the deckchairs for the winter.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- put up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 753. ISBN 9780194325684., λήμμα: προτείνω