αναρτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναρτῶ, συνηρημένος τύπος του ἀναρτάω (κρεμάω) < ἀν(α)- + ἀρτάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naɾˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναρ‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίααναρτώ.-άς, -ά..., πρτ.: αναρτούσα, αόρ.: ανάρτησα/(ανήρτησα), παθ.φωνή: αναρτώμαι, π.αόρ.: αναρτήθηκα, μτχ.π.π.: αναρτημένος/(ανηρτημένος)
- (λόγιο) κρεμώ (κάτι)
- (διαδίκτυο) αγγλικά post: δημοσιεύω άρθρο, γνώμη στο διαδίκτυο (σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Όροι με αρτω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- αρτηρία
- το αρχαίο ἀείρω/αἴρω για σημασία «κρεμάω» & παράγωγα
Κλίση
επεξεργασίαΕνεργητική φωνή → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή. Επιπλέον, παρωχημένη λόγια μετοχή με αύξηση: ανηρτημένος.
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναρτώμαι | αναρτόμουν | θα αναρτώμαι | να αναρτώμαι | ||
β' ενικ. | αναρτάσαι | αναρτόσουν | θα αναρτάσαι | να αναρτάσαι | ||
γ' ενικ. | αναρτάται | αναρτόταν | θα αναρτάται | να αναρτάται | ||
α' πληθ. | αναρτώμεθα - αναρτόμαστε | αναρτόμασταν | θα αναρτώμεθα - αναρτόμαστε | να αναρτώμεθα - αναρτόμαστε | ||
β' πληθ. | αναρτάσθε - αναρτάστε | αναρτόσασταν | θα αναρτάσθε - αναρτάστε | να αναρτάσθε - αναρτάστε | αναρτάσθε - αναρτάστε | |
γ' πληθ. | αναρτώνται | αναρτόνταν - αναρτόντουσαν | θα αναρτώνται | να αναρτώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναρτήθηκα | θα αναρτηθώ | να αναρτηθώ | αναρτηθεί | ||
β' ενικ. | αναρτήθηκες | θα αναρτηθείς | να αναρτηθείς | αναρτήσου | ||
γ' ενικ. | αναρτήθηκε | θα αναρτηθεί | να αναρτηθεί | |||
α' πληθ. | αναρτηθήκαμε | θα αναρτηθούμε | να αναρτηθούμε | |||
β' πληθ. | αναρτηθήκατε | θα αναρτηθείτε | να αναρτηθείτε | αναρτηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναρτήθηκαν αναρτηθήκαν(ε) |
θα αναρτηθούν(ε) | να αναρτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναρτηθεί | είχα αναρτηθεί | θα έχω αναρτηθεί | να έχω αναρτηθεί | αναρτημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναρτηθεί | είχες αναρτηθεί | θα έχεις αναρτηθεί | να έχεις αναρτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναρτηθεί | είχε αναρτηθεί | θα έχει αναρτηθεί | να έχει αναρτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναρτηθεί | είχαμε αναρτηθεί | θα έχουμε αναρτηθεί | να έχουμε αναρτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναρτηθεί | είχατε αναρτηθεί | θα έχετε αναρτηθεί | να έχετε αναρτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναρτηθεί | είχαν αναρτηθεί | θα έχουν αναρτηθεί | να έχουν αναρτηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αναρτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναρτώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναρτώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)