Δείτε επίσης: ἀναρτῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

αναρτώ.-άς, -ά..., πρτ.: αναρτούσα, αόρ.: ανάρτησα/(ανήρτησα), παθ.φωνή: αναρτώμαι, π.αόρ.: αναρτήθηκα, μτχ.π.π.: αναρτημένος/(ανηρτημένος)

  1. (λόγιο) κρεμώ (κάτι)
  2. (διαδίκτυο) αγγλικά post: δημοσιεύω άρθρο, γνώμη στο διαδίκτυο (σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ενεργητική φωνή λείπει η κλίση

Παθητική φωνή. Επιπλέον, παρωχημένη λόγια μετοχή με αύξηση: ανηρτημένος.

Μεταφράσεις

επεξεργασία