post
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
post | posts |
post (en)
- ο στύλος
- η θέση
- το ταχυδρομείο
- (διαδίκτυο) η ανάρτηση σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κλπ.
- ⮡ I didn’t share any of his posts.
- Δεν κοινοποίησα καμία από τις αναρτήσεις του.
- ⮡ I didn’t share any of his posts.