Δείτε επίσης: POST, Post

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
post posts

post (en)

  1. ο στύλος
  2. η θέση
  3. το ταχυδρομείο
  4. (διαδίκτυο) η ανάρτηση σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κλπ.
    I didn’t share of his posts.
    Δεν κοινοποίησα καμία από τις αναρτήσεις του.
ενεστώτας post
γ΄ ενικό ενεστώτα posts
αόριστος posted
παθητική μετοχή posted
ενεργητική μετοχή posting

post (en)

  1. ταχυδρομώ
  2. ενημερώνω
  3. (διαδίκτυο) αναρτώ (σε φόρουμ)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
post < λατινική post

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Πρόθεση

επεξεργασία

post (eo)



  Επίρρημα

επεξεργασία

post (la)

  1. ύστερα
(με αιτιατική: πισω από κάποιον-κάτι)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

post (pl) αρσενικό

  1. η νηστεία
  2. (πληροφορική), (αργκό) η ανάρτηση (σε φόρουμ)

Συγγενικά

επεξεργασία