poczta
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
poczta (pl) θηλυκό
- το ταχυδρομείο δηλαδή:
- η υπηρεσία
- το κτήριο
- γενικά η αλληλογραφία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- poczta pantoflowa: ράδιο αρβύλα
poczta (pl) θηλυκό