Ετυμολογία

επεξεργασία
poczta < ιταλική posta

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɔt͡ʃ̑ta/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

poczta (pl) θηλυκό

  1. το ταχυδρομείο δηλαδή:

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία