ταχυδρομείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταχυδρομείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ταχυδρομ(εῖον) (< ταχυδρόμ(ος)) + -είο.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.çi.ðɾoˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐δρο‐μεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταχυδρομείο ουδέτερο
- η κρατική ή δημόσια υπηρεσία που παραλαμβάνει, μεταφέρει και παραδίδει επιστολές και δέματα
- ↪ Έστειλα το πακέτο με το ταχυδρομείο.
- ↪ και στον πληθυντικό: ελληνικά Ταχυδρομεία
- το κτίριο που στεγάζει αυτήν την υπηρεσία
- η αλληλογραφία ή τα δέματα που παραλαμβάνουμε ή αποστέλλουμε
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ταχυδρόμος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
η υπηρεσία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ταχυδρομείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- ταχυδρομείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)