Ουσιαστικό

επεξεργασία

pošta (sr)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pošta (cs) θηλυκό

  1. το ταχυδρομείο
    • η υπηρεσία
    • το κτήριο
    • η αποστολή ή λήψη επιστολών ή δεμάτων (μεμονωμένων ή συνολικά)