ταχυδρομεῖον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ταχυδρομεῖον | τὰ | ταχυδρομεῖα | ||||
γενική | τοῦ | ταχυδρομείου | τῶν | ταχυδρομείων | ||||
δοτική | τῷ | ταχυδρομείῳ | τοῖς | ταχυδρομείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ταχυδρομεῖον | τὰ | ταχυδρομεῖα | ||||
κλητική ὦ! | ταχυδρομεῖον | ταχυδρομεῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταχυδρομεῖον (μαρτυρείται από το 1856)[1] < ταχυδρόμ(ος) + -εῖον → και δείτε τη λέξη ταχυδρομείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχυδρομεῖον ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 982, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου