ενεστώτας propose
γ΄ ενικό ενεστώτα proposes
αόριστος proposed
παθητική μετοχή proposed
ενεργητική μετοχή proposing

propose (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) προτείνω ένα σχέδιο, μια ιδέα κτλ. για να σκεφτείς και να αποφασίσεις
    I propose Tuesday for the next meeting.
    Προτείνω την Τρίτη για την επόμενη συνεδρίαση.
     συνώνυμα:  put forward, put up, recommend και suggest
  2. (μεταβατικό, επίσημο) σκοπεύω να κάνω κάτι
    I propose starting early.
    Σκοπεύω να ξεκινήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intend
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω πρόταση γάμου, ζητάω
    It is the appropriate moment to propose.
    Είναι η κατάλληλη στιγμή για να κάνει πρόταση γάμου.
    I proposed to Mary.
    Έκανε πρόταση γάμου στη Μαίρη.
    After two years of knowing her, he went and proposed to her.
    Ύστερα από γνωριμία δύο χρόνων πήγε και τη ζήτησε.
     συνώνυμα: pop the question

Συγγενικά

επεξεργασία