propose
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | propose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | proposes |
αόριστος | proposed |
παθητική μετοχή | proposed |
ενεργητική μετοχή | proposing |
Ρήμα
επεξεργασίαpropose (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) προτείνω ένα σχέδιο, μια ιδέα κτλ. για να σκεφτείς και να αποφασίσεις
- ↪ I propose Tuesday for the next meeting.
- Προτείνω την Τρίτη για την επόμενη συνεδρίαση.
- ≈ συνώνυμα: put forward, put up, recommend και suggest
- ↪ I propose Tuesday for the next meeting.
- (μεταβατικό, επίσημο) σκοπεύω να κάνω κάτι
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω πρόταση γάμου, ζητάω
- ↪ It is the appropriate moment to propose.
- Είναι η κατάλληλη στιγμή για να κάνει πρόταση γάμου.
- ↪ I proposed to Mary.
- Έκανε πρόταση γάμου στη Μαίρη.
- ↪ After two years of knowing her, he went and proposed to her.
- Ύστερα από γνωριμία δύο χρόνων πήγε και τη ζήτησε.
- ≈ συνώνυμα: pop the question
- ↪ It is the appropriate moment to propose.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- propose - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 799. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκοπεύω