proposal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
proposal | proposals |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαproposal (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πρόταση, προς συζήτηση ή έγκριση
- ⮡ We are not going to accept your proposal.
- Δεν πρόκειται να δεχτούμε την πρότασή σας.
- ⮡ We are not going to accept your proposal.