ενεστώτας put forward
γ΄ ενικό ενεστώτα puts forward
αόριστος put forward
παθητική μετοχή put forward
ενεργητική μετοχή putting forward

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put forward < → δείτε τις λέξεις put και forward

put forward (en)

  1. προτείνω τον εαυτό μου ή κάποιον ως υποψήφιο για εργασία ή θέση
    ⮡  Can I put forward your name for chairman?
    Μπορώ να σε προτείνω για πρόεδρο;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη propose
  2. ρίχνω, βάζω, προτείνω κάτι για συζήτηση
    ⮡  I put forward an idea.
    Ρίχνω μια ιδέα.
    ⮡  I put forward a question to a witness.
    Βάζω μια ερώτηση σε ένα μάρτυρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη propose
  3. βάζω μπροστά, κινώ τους δείκτες ενός ρολογιού στη σωστή μεταγενέστερη ώρα
    ⮡  I put the clock forward 1 hour.
    Βάζω μπροστά το ρολόι 1 ώρα.