put forward
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put forward |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts forward |
αόριστος | put forward |
παθητική μετοχή | put forward |
ενεργητική μετοχή | putting forward |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput forward (en)
- προτείνω τον εαυτό μου ή κάποιον ως υποψήφιο για εργασία ή θέση
- ρίχνω, βάζω, προτείνω κάτι για συζήτηση
- βάζω μπροστά, κινώ τους δείκτες ενός ρολογιού στη σωστή μεταγενέστερη ώρα
- ⮡ I put the clock forward 1 hour.
- Βάζω μπροστά το ρολόι 1 ώρα.
- ⮡ I put the clock forward 1 hour.
Πηγές
επεξεργασία- put forward - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, ρίχνω