Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός forward
συγκριτικός more forward
υπερθετικός most forward

forward (en)

  1. μπροστινός
  2. προχωρημένος, προνοητικός, αυτός που σκέφτεται για το μέλλον
    ⮡  forward thinking - προνοητική/προχωρημένη σκέψη

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός forward
συγκριτικός further forward
υπερθετικός furthest forward

forward (en)

  1. μπροστά, δηλώνει κίνηση προς τα εμπρός
    ⮡  a little further forward - λίγο πιο μπροστά
    ⮡  Step forward please!
    Προχωρήστε μπροστά παρακαλώ!
    ⮡  He rushed/ran forward.
    Όρμησε/έτρεξε μπροστά.
    ⮡  He craned his neck forward to see.
    Τέντωσε το λαιμό του μπροστά για να δει.
    ⮡  I am moving forward.
    Μετακινούμαι προς τα εμπρός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ahead
     αντώνυμα: backward
  2. έπειτα, μελλοντικά
    ⮡  From this time forward, he was a different person.
    Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ήταν διαφορετικός άνθρωπος.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
forward forwards

forward (en)

  1. (αθλητισμός) ο επιθετικός
    ⮡  Our forward makes a lot of goals!
    Ο επιθετικός μας βάζει πολλά γκολ!
  2. (οικονομία) σύντμηση του forward contract
ενεστώτας forward
γ΄ ενικό ενεστώτα forwards
αόριστος forwarded
παθητική μετοχή forwarded
ενεργητική μετοχή forwarding

forward (en)

  • προωθώ
    ⮡  Can you please forward this email to me?
    Μπορείς σε παρακαλώ να μου προωθήσεις αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα;