forward
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
forward (en)
- μπροστινός
- προχωρημένος
- προνοητικός, αυτός που σκέφτεται για το μέλλον
- forward thinking / προνοητική ή προχωρημένη σκέψη
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
forward (en)
- προς τα εμπρός
- έπειτα, μελλοντικά
- From this time forward, he was a different person
- Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ήταν διαφορετικός άνθρωπος
- From this time forward, he was a different person
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
forward | forwards |
forward (en)
- (αθλητισμός) επιθετικός
- (οικονομία) σύντμηση του forward contract
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | forward |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forwards |
αόριστος | forwarded |
παθητική μετοχή | forwarded |
ενεργητική μετοχή | forwarding |
forward (en)
- προωθώ
- Can you please forward this email to me?
- Μπορείς σε παρακαλώ να μου προωθήσεις αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα;
- Can you please forward this email to me?