προνοητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προνοητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
προνοητικός, ή, -ό
- που έχει την τάση να φροντίζει εγκαίρως για κάτι προτού συμβεί
- οι προνοητικοί άνθρωποι παίρνουν μαζί τους ομπρέλα όταν έξω αστράφτει και βροντά