Ετυμολογία

επεξεργασία
ahead < a- + head

  Επίρρημα

επεξεργασία

ahead (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μπροστά, είμαι πιο μπροστά στο χώρο ή στο χρόνο
    ⮡  Step ahead please!
    Προχωρήστε μπροστά παρακαλώ!
    ⮡  He rushed/ran ahead.
    Όρμησε/έτρεξε μπροστά.
    ⮡  a little further ahead - λίγο πιο μπροστά
    ⮡  Short people ahead and tall people behind.
    Μπροστά οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί.
    ⮡  He is ahead and we are behind.
    Μπροστά αυτός και πίσω εμείς.
    ⮡  Put it 5 minutes ahead.
    Βάλ' το 5 λεπτά μπροστά.
    ⮡  Summer is ahead.
    Tο καλοκαίρι είναι μπροστά.
     συνώνυμα:  forward και in front

Συγγενικά

επεξεργασία