in front
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαin front (en)
- (ιδιωματισμός) μπροστά, σε μια θέση που είναι πιο μπροστά από κάποιον ή κάτι, αλλά όχι πολύ μακριά
- ⮡ I go in front.
- Προχωρώ μπροστά.
- ⮡ Short people in front and tall people in back.
- Μπροστά οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί.
- ⮡ He is in front and we are behind.
- Μπροστά αυτός και πίσω εμείς.
- ⮡ From in front you can the sea and from behind the mountains.
- Aπό μπροστά βλέπεις τη θάλασσα κι από πίσω τα βουνά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ahead
- ⮡ I go in front.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- front (idioms): in front - Oxford Learner's Dictionaries
- in front - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός