Ετυμολογία

επεξεργασία
in front < → δείτε τις λέξεις in και front

  Επίρρημα

επεξεργασία

in front (en)

  • (ιδιωματισμός) μπροστά, σε μια θέση που είναι πιο μπροστά από κάποιον ή κάτι, αλλά όχι πολύ μακριά
    ⮡  I go in front.
    Προχωρώ μπροστά.
    ⮡  Short people in front and tall people in back.
    Μπροστά οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί.
    ⮡  He is in front and we are behind.
    Μπροστά αυτός και πίσω εμείς.
    ⮡  From in front you can the sea and from behind the mountains.
    Aπό μπροστά βλέπεις τη θάλασσα κι από πίσω τα βουνά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ahead

Συγγενικά

επεξεργασία