front
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- front < μέση αγγλική frunt < παλαιά γαλλική frunt < λατινική frontem
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
front (en)
- το μέτωπο (τόπος στρατιωτικών συγκρούσεων)
- (μετεωρολογία) το μέτωπο
- η εμπρόσθια όψη
ΕπίθετοΕπεξεργασία
front (en)
- μπροστινός, εμπρόσθιος
- ↪ the front door - η μπροστινή πόρτα
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
front | fronts |
front (fr) αρσενικό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το μέτωπο
- το κούτελο
Επεξεργασία
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
front (pl) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος), (μετεωρολογία) το μέτωπο
- η όψη, το μπροστινό μέρος