Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

front < μέση αγγλική frunt < παλαιά γαλλική frunt < λατινική frontem

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

front (en)

  1. το μέτωπο (τόπος στρατιωτικών συγκρούσεων)
  2. (μετεωρολογία) το μέτωπο
  3. η εμπρόσθια όψη

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

front (en)



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

front < λατινική frons

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
front fronts

front (fr) αρσενικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία



Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /frɔ̃nt/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

front (pl) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος), (μετεωρολογία) το μέτωπο
  2. η όψη, το μπροστινό μέρος