front
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- front < μέση αγγλική frunt < παλαιά γαλλική frunt < λατινική frontem
Επίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | front |
συγκριτικός | further front |
υπερθετικός | furthest front |
front (en)
- μπροστινός, εμπρόσθιος
- ⮡ the front door - η μπροστινή πόρτα
- ⮡ They all tried to squeeze into the front seats.
- Προσπάθησαν όλοι να στριμωχτούν στα μπροστινά καθίσματα.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
front | fronts |
front (en)
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, συνήθως the front) η πρόσοψη, το μπροστινό μέρος, μπροστά, η πλευρά του κάτι που βλέπει μπροστά
- ⮡ the front of a building - η πρόσοψη ενός κτηρίου/το μπροστινό μέρος ενός κτηρίου
- ⮡ The shirts which are completely black in the front.
- Τα πουκάμισα που είναι τελείως μαύρα στο μπροστινό μέρος.
- ⮡ From the front you can the sea and from the back the mountains.
- Aπό μπροστά βλέπεις τη θάλασσα κι από πίσω τα βουνά.
- (μόνο στον ενικό, the front) τα εμπρός, μπροστά, η θέση που βρίσκεται ακριβώς μπροστά κάποιου ή κάτι, το μέρος του κάτι που βρίσκεται στη πιο μπροστινή θέση
- ⮡ He headed towards the front.
- Κατευθύνθηκε προς τα εμπρός.
- ⮡ Turn/march towards the front.
- Στροφή/πορεία προς τα εμπρός.
- ⮡ Everyone came to the front.
- Όλοι ήρθαν μπροστά.
- ⮡ He always sits at the very front.
- Κάθεται πάντα μπροστά μπροστά.
- ⮡ He headed towards the front.
- (μετρήσιμο) η πρόσοψη, η πλευρά ενός μεγάλου κτιρίου, ιδιαίτερα μιας εκκλησίας, που βλέπει δυτικά, βόρεια κτλ.
- ⮡ the east/west front of the palace - η ανατολική/δυτική πρόσοψη του παλατιού
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, στρατιωτικός όρος) το μέτωπο, ο τόπος στρατιωτικών συγκρούσεων
- ⮡ battlefront - μέτωπο μάχης
- ⮡ They fight on two fronts.
- Πολεμούν σε δυο μέτωπα.
- ⮡ all quiet on the western front - ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο
- (μετρήσιμο, μετεωρολογία) το μέτωπο, η γραμμή όπου μια μάζα ψυχρού αέρα συναντά μια μάζα θερμού αέρα
- ⮡ storm front - μέτωπο κακοκαιρίας
- ⮡ a cold/warm front - ένα ψυχρό/θερμό μέτωπο
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- front (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- front (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- front (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 548, 749. ISBN 9780194325684., λήμμα: μέτωπο, πρόσοψη
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
front | fronts |
front (fr) αρσενικό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το μέτωπο
- το κούτελο
Συγγενικά
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfront (pl) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος), (μετεωρολογία) το μέτωπο
- η όψη, το μπροστινό μέρος