Ετυμολογία

επεξεργασία
front < μέση αγγλική frunt < παλαιά γαλλική frunt < λατινική frontem

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός front
συγκριτικός further front
υπερθετικός furthest front

front (en)

  • μπροστινός, εμπρόσθιος
    ⮡  the front door - η μπροστινή πόρτα
    ⮡  They all tried to squeeze into the front seats.
    Προσπάθησαν όλοι να στριμωχτούν στα μπροστινά καθίσματα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
front fronts

front (en)

  1. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, συνήθως the front) η πρόσοψη, το μπροστινό μέρος, μπροστά, η πλευρά του κάτι που βλέπει μπροστά
    ⮡  the front of a building - η πρόσοψη ενός κτηρίου/το μπροστινό μέρος ενός κτηρίου
    ⮡  The shirts which are completely black in the front.
    Τα πουκάμισα που είναι τελείως μαύρα στο μπροστινό μέρος.
    ⮡  From the front you can the sea and from the back the mountains.
    Aπό μπροστά βλέπεις τη θάλασσα κι από πίσω τα βουνά.
  2. (μόνο στον ενικό, the front) τα εμπρός, μπροστά, η θέση που βρίσκεται ακριβώς μπροστά κάποιου ή κάτι, το μέρος του κάτι που βρίσκεται στη πιο μπροστινή θέση
    ⮡  He headed towards the front.
    Κατευθύνθηκε προς τα εμπρός.
    ⮡  Turn/march towards the front.
    Στροφή/πορεία προς τα εμπρός.
    ⮡  Everyone came to the front.
    Όλοι ήρθαν μπροστά.
    ⮡  He always sits at the very front.
    Κάθεται πάντα μπροστά μπροστά.
  3. (μετρήσιμο) η πρόσοψη, η πλευρά ενός μεγάλου κτιρίου, ιδιαίτερα μιας εκκλησίας, που βλέπει δυτικά, βόρεια κτλ.
    ⮡  the east/west front of the palace - η ανατολική/δυτική πρόσοψη του παλατιού
  4. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, στρατιωτικός όρος) το μέτωπο, ο τόπος στρατιωτικών συγκρούσεων
    ⮡  battlefront - μέτωπο μάχης
    ⮡  They fight on two fronts.
    Πολεμούν σε δυο μέτωπα.
    ⮡  all quiet on the western front - ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο
  5. (μετρήσιμο, μετεωρολογία) το μέτωπο, η γραμμή όπου μια μάζα ψυχρού αέρα συναντά μια μάζα θερμού αέρα
    ⮡  storm front - μέτωπο κακοκαιρίας
    ⮡  a cold/warm front - ένα ψυχρό/θερμό μέτωπο

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
front < λατινική frons

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
front fronts

front (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /frɔ̃nt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

front (pl) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος), (μετεωρολογία) το μέτωπο
  2. η όψη, το μπροστινό μέρος