in front of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαin front of (en)
- μπροστά, μπροστά σε, σε μια θέση που είναι πιο μπροστά από κάποιον ή κάτι, αλλά όχι πολύ μακριά
- μπροστά, μπροστά σε, μπροστά από, απέναντι, σε μια θέση που βλέπει προς κάποιον ή κάτι
- ⮡ They brought him in front of the judge.
- Τον έφεραν μπροστά στο δικαστή.
- ⮡ Don’t sit in front of the TV.
- Μην κάθεστε μπροστά στην τηλεόραση.
- ⮡ He passed in front of my house a little bit ago.
- Πέρασε μπροστά από το σπίτι μου πριν λίγο.
- ⮡ He is sitting in front of me.
- Κάθεται μπροστά μου.
- ⮡ The sea stretched out in front of us.
- Απέναντί μας απλωνόταν η θάλασσα.
- ≈ συνώνυμα: before
- ⮡ They brought him in front of the judge.
- μπροστά, μπροστά σε, ενώπιόν του κάποιου, κάνω κάτι όταν είναι κάποιος εκεί
- ⮡ He said it in front of me.
- Το είπε μπροστά μου.
- ⮡ He slipped and fell in front of the whole class.
- Γλίστρησε κι έπεσε μπροστά σ' όλη την τάξη.
- ⮡ What you say now, you will also repeat in front of him.
- Ό,τι λες τώρα θα το επαναλάβεις και ενώπιόν του.
- ⮡ He said it in front of me.
- μπροστά, με χρονική σημασία, κάτι δεν έχει περάσει ακόμα
Πηγές
επεξεργασία- front (idioms): in front of - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός