πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάμος οι γάμοι
      γενική του γάμου των γάμων
    αιτιατική τον γάμο τους γάμους
     κλητική γάμε γάμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάμος αρσενικό

  1. η επίσημη τελετή ένωσης δύο ατόμων, η γαμήλια τελετή
     συνώνυμα: νύμφευση, πάντρεμα, παντρειά
     αντώνυμα: διαζύγιο
  2. (κατ’ επέκταση) η αναγνωρισμένη από το νόμο συμβίωση δύο ανθρώπων, που έχει γίνει μετά από σύμφωνη με τη νομοθεσία διαδικασία
  3. (χριστιανισμός) ένα από τα επτά μυστήρια της εκκλησίας
  4.  δείτε και τον πληθυντικό γάμοι

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάμος αρσενικό

  • η επίσημη τελετή ένωσης δύο ανθρώπων, η γαμήλια τελετή
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 697 (695-697)
    Ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι, | μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ᾽ ἀπολείπων | μήτ᾽ ἐπιθεὶς μάλα πολλά· γάμος δέ τοι ὥριος οὗτος·
    Στην ώρα σου γυναίκα στο σπίτι σου να φέρεις, | μήτε πάρα πολύ μικρότερος απ᾽ τα τριάντα χρόνια, | μήτε και πάρα πολύ μεγαλύτερος. Αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για γάμο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr

Παράγωγα

επεξεργασία
  • γαμέω
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Εκφράσεις

επεξεργασία