Ετυμολογία

επεξεργασία
evlilik < evli (παντρεμένος) + -lik

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

evlilik (tr)

  • ο γάμος, νόμιμη συνένωση μεταξύ δύο ανθρώπων