μονογαμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμονογαμία θηλυκό
- (βιολογία), (ζωολογία): κατάσταση όπου το άρρεν ζευγαρώνει με ένα μόνο θήλυ και το ζευγάρωμα αυτό διαρκεί για πολλές εποχές, ή σ΄ όλη τη ζωή.
- (κοινωνιολογία), (θρησκεία): νόμιμη παρούσα κατάσταση κοινωνίας γάμου που υποστηρίζεται και από δύο μονοθεϊστικές θρησκείες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- στη φύση περιπτώσεις μονογαμίας παρατηρείται κυρίως σε πουλιά, όπως π.χ. σε κύκνους, αντίθετα σε θηλαστικά απαντάται σπάνια.
- ο άνθρωπος ανήκει στα πολυγαμικά ζώα, περιορίζεται στη μονογαμία εξ εθίμου και θρησκείας.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονογαμία