αερόγαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααερόγαμος, -η, -ο
- (βοτανική) του οποίου ο πολλαπλασιασμός γίνεται χάρη στον άνεμο ο οποίος μεταφέρει την γύρη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αερόγαμος
|