Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αερογάμης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αερογάμ
ης
οι
αερογάμ
ηδες
γενική
του
αερογάμ
η
των
αερογάμ
ηδων
αιτιατική
τον
αερογάμ
η
τους
αερογάμ
ηδες
κλητική
αερογάμ
η
αερογάμ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αερογάμης
<
αερο-
+
-γάμης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αερογάμης
αρσενικό
αυτός που
καυχιέται
για φανταστικές
ερωτικές
σχέσεις
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αερόγαμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αερογάμης