καυχιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καυχιέμαι < αρχαία ελληνική καυχάομαι / καυχῶμαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaf.ˈçe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καυ‐χιέ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασία
καυχιέμαι (αποθετικό ρήμα)
- υπερηφανεύομαι για κάτι