• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καύχημα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καύχημα τα καυχήματα
      γενική του καυχήματος των καυχημάτων
    αιτιατική το καύχημα τα καυχήματα
     κλητική καύχημα καυχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καύχημα < αρχαία ελληνική καύχημα < καυχῶμαι

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkaf.çi.ma/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καύχημα ουδέτερο

  • αυτό για το οποίο δικαιολογημένα κάποιος καυχιέται

Συγγενικά

επεξεργασία
  • καυχηματίας
  • καυχησιάρης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καύχημα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καύχημα&oldid=5293525"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 04:57

Γλώσσες

    • Français
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 04:57.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας