↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καυχησιολογία οι καυχησιολογίες
      γενική της καυχησιολογίας των καυχησιολογιών
    αιτιατική την καυχησιολογία τις καυχησιολογίες
     κλητική καυχησιολογία καυχησιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καυχησιολογία < καύχηση + -ο- + -λογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καυχησιολογία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία