καυχησιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαυχησιολογία θηλυκό
- το να καυχιέται κάποιος, να περιαυτολογεί, να κομπάζει για χαρίσματα ή κατορθώματα (υπαρκτά ή ανύπαρκτα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καυχησιολόγημα
- καυχησιολόγος
- καυχησιολογώ
- → δείτε τις λέξεις καυχιέμαι και λέγω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καυχησιολογία