Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καυχησιολογία οι καυχησιολογίες
      γενική της καυχησιολογίας των καυχησιολογιών
    αιτιατική την καυχησιολογία τις καυχησιολογίες
     κλητική καυχησιολογία καυχησιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καυχησιολογία < καύχηση + -ο- + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καυχησιολογία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία